Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-οξύνω

См. также в других словарях:

  • συνωξυσμένον — σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp masc acc sg σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωξύνθη — σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιθήγω — Α οξύνω περισσότερο μαζί με κάποιον («τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῑται τοῡ συνεξαπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιθήγω «ακονίζω, οξύνω περισσότερο»] …   Dictionary of Greek

  • συνθήγω — Α 1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο 2. παθ. συνθήγομαι μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»