-
1 συνοξυνω
(ξῡ)1) делать остроконечным, заострять(τὸ κέντρον Polyb.)
2) грам. вместе помечать острым ударением
См. также в других словарях:
συνωξυσμένον — σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp masc acc sg σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωξύνθη — σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπιθήγω — Α οξύνω περισσότερο μαζί με κάποιον («τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῑται τοῡ συνεξαπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιθήγω «ακονίζω, οξύνω περισσότερο»] … Dictionary of Greek
συνθήγω — Α 1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο 2. παθ. συνθήγομαι μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] … Dictionary of Greek