Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συν-ολολύζω

См. также в других словарях:

  • συνολολύζω — Α ξεφωνίζω από χαρά ή από λύπη μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀλολύζω «σκούζω, οδύρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ολολυγή — η (Α ὀλολυγή) [ολολύζω] νεοελλ. γοερός θρήνος, ολοφυρμός, οιμωγή, οδυρμός, σκούξιμο αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως γυναικών, που επικαλούνται κάποια θεότητα («αἱ δ ὁλολυγῆ πᾱσαι Ἀθήνη χεῑρας ἀνέσχον», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγή χαράς («συν τ εὔγμασι σὺν τ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»