-
1 συνολολυζω
вместе испускать крикσυνωλόλυζον καὴ αἱ γυναῖκες Xen. — (воины издали боевой клич) и его подхватили женщины
См. также в других словарях:
συνολολύζω — Α ξεφωνίζω από χαρά ή από λύπη μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀλολύζω «σκούζω, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek
ολολυγή — η (Α ὀλολυγή) [ολολύζω] νεοελλ. γοερός θρήνος, ολοφυρμός, οιμωγή, οδυρμός, σκούξιμο αρχ. 1. δυνατή κραυγή, ιδίως γυναικών, που επικαλούνται κάποια θεότητα («αἱ δ ὁλολυγῆ πᾱσαι Ἀθήνη χεῑρας ἀνέσχον», Ομ. Ιλ.) 2. κραυγή χαράς («συν τ εὔγμασι σὺν τ… … Dictionary of Greek