-
1 συν-οκλάζω
συν-οκλάζω, zusammenkauern, sich auf die Kniee niederlassen, Sp.
-
2 συνοκλάζω
συν-οκλάζω, zusammenkauern, sich auf die Kniee niederlassen
См. также в других словарях:
συνώκλασε — σύν ὀκλάζω crouch down with bent hams aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνοκλάσας — ξυνοκλά̱σᾱς , σύν ὀκλάζω crouch down with bent hams fut part act fem acc pl (doric) ξυνοκλά̱σᾱς , σύν ὀκλάζω crouch down with bent hams fut part act fem gen sg (doric) ξυνοκλάσᾱς , σύν ὀκλάζω crouch down with bent hams aor part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοκλάζω — Α 1. οκλάζω, κάθομαι στηριζόμενος στα πόδια μου («πρός τὸ πλῆθος τῶν βελῶν συνοκλάσαντας καλύπτεσθαι», Ιωσ.) 2. (για ελέφαντα) γονατίζω συγχρόνως 3. μτφ. ξεπέφτω («ἀπέστη τοῡ φωτός... καὶ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν συνώκλασεν», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek