-
1 συν-οικητήρ
συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Simond. mul. 102.
-
2 συνοικητής
συν-οικητής, ὁ, u. συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, u. συν-οικήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, der mit einem anderen zusammen wohnt oder lebt, bes. vom ehelichen Zusammenleben
1 συν-οικητήρ
συν-οικητήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, Simond. mul. 102.
2 συνοικητής