-
1 συνιζανω
1) оседать(ἀναφυσᾶσθαι καὴ σ. Arst.)
2) сгущаться, уплотняться, застывать(ἐν πυρί Plut.)
3) сплавляться Plut.4) утихать5) сжимать, стягивать(τὰς φύσας Arst.)
См. также в других словарях:
συνιζάνω — ΝΜA καθιζάνω, κατακάθομαι, κατακαθίζω («πηλὸν ἐν πυρὶ συνιζάνειν», Πλούτ.) μσν. αρχ. βυθίζομαι, βουλιάζω μσν. συνίζω*, μετέχω σε σύσκεψη αρχ. προκαλώ συνίζηση, κάνω κάτι να βυθιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱζάνω «τοποθετώ, εγκαθιστώ, κατακαθίζω»] … Dictionary of Greek