-
1 συν-θρύπτω
συν-θρύπτω (s. ϑρύπτω), zerbrechen, zerreiben, erweichen, τὴν καρδίαν N. T.
-
2 συνθρύπτω
συν-θρύπτω, zerbrechen, zerreiben, erweichen
См. также в других словарях:
συνθρύπτω — ΜΑ 1. συντρίβω, θρυμματίζω 2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρύπτω «θρυμματίζω»] … Dictionary of Greek