Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

συν-θάπτω

См. также в других словарях:

  • ομόταφος — ὁμόταφος, ον (Α) αυτός που έχει ταφεί μαζί με άλλον, ο θαμμένος μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. σύν ταφος] …   Dictionary of Greek

  • συνταυρόταφος — ὁ, A αυτός που θάβει ταύρους με τη βοήθεια άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταῦρος + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. κριό ταφος] …   Dictionary of Greek

  • σύνταφος — και αττ. τ. ξύνταφος, ον Α αυτός που είναι θαμμένος στον ίδιο τάφο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. ἀπό ταφος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»