Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συν-θάλπω

См. также в других словарях:

  • συνθάλπω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α 1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπιθάλποντος — σύν , ἐπί θάλπω heat pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»