-
1 συν-θάλπω
συν-θάλπω, mit, zugleich wärmen, Plut. sol. an. 20; übertr. sagt Aesch. Prom. 688 μηδέ μ' οἰκτίσας ξύνϑαλπε μύϑοις ψευδέσιν, schmeichle mir nicht durch falsche Reden.
-
2 συνθάλπω
συν-θάλπω, mit, zugleich wärmen; übertr., μηδέ μ' οἰκτίσας ξύνϑαλπε μύϑοις ψευδέσιν, schmeichle mir nicht durch falsche Reden
См. также в других словарях:
συνθάλπω — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α 1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω 2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιθάλποντος — σύν , ἐπί θάλπω heat pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)