-
1 συν-ηρεφής
συν-ηρεφής, ές, mit Bäumen dicht besetzt, σῆμα πτελέῃσι, Antiphil. 37 (VII, 141); übertr., bedeckt, verhüllt, ξυνηρεφὲς πρόςωπον εἰς γῆν βαλοῦσα, Eur. Or. 955; u. in Prosa, χώρη ἴδῃσι, Her. 1, 110. 7, 111; Luc. Gymnas. 18.
-
2 συνηρεφής
συν-ηρεφής, ές, mit Bäumen dicht besetzt; übertr., bedeckt, verhüllt -
3 συνηρεφης
21) густо покрытый(ἴδῃσι καὴ χιόνι Her.)
2) густо усаженный деревьями, тенистый(λόφος Plut.)
3) частый, густой(ὕλη Plut.)
4) закутанный, закрытый(πρόσωπον Eur.)
5) плотно или отовсюду закрывающий(ἐπικάλυμμα Arst.). - см. тж. συνηρεφές
См. также в других словарях:
συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… … Dictionary of Greek