-
1 ξυνεφελκω
(реже med.; fut. συνεφέλξω, aor. συνεφείλκῠσα) тянуть с (за) собою(τι Plat., Arst., Plut.)
μηδέν τινος σ. Plat. — не сохранять в себе никаких следов чего-л. -
2 συνεφελκω
(реже med.; fut. συνεφέλξω, aor. συνεφείλκῠσα) тянуть с (за) собою(τι Plat., Arst., Plut.)
μηδέν τινος σ. Plat. — не сохранять в себе никаких следов чего-л.
См. также в других словарях:
συνεφέλκω — ΜΑ σύρω κάποιον ή κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφέλκω «σύρω, τραβώ»] … Dictionary of Greek