-
1 συν-ευνέτης
συν-ευνέτης, ὁ, Bettgenosse, Gatte; ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. Med. 240; Hel. 1309, u. öfter.
-
2 συνευνέτης
συν-ευνέτης, ὁ, Bettgenosse, Gatte
1 συν-ευνέτης
συν-ευνέτης, ὁ, Bettgenosse, Gatte; ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. Med. 240; Hel. 1309, u. öfter.
2 συνευνέτης