-
1 συν-επι-μερίζω
συν-επι-μερίζω, mit od. zugleich zutheilen, Eustath.
-
2 συνεπεμερίζοντο
σύν, ἐπί-μερίζωdivide: imperf ind mp 3rd pl -
3 συνεπιμερίζω
συν-επι-μερίζω, mit od. zugleich zuteilen
См. также в других словарях:
συνεπεμερίζοντο — σύν , ἐπί μερίζω divide imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)