-
1 συνεπιστρεφω
1) одновременно поворачивать, вращать(τέν τοῦ ἀτράκτου περιφοράν Plat.; τὰ ὄργανα πρός τινα Plut.)
πρὸς ἓν τέλος συνεπιστρέφεσθαι τοῖς ἤθεσιν Plut. — всеми помыслами устремляться к одной цели2) поворачиваться3) обращать внимание, привлекать(τὸν ἀκροατέν πρὸς ἑαυτόν Plut.)
ἥ φωνέ συνεπιστρέφουσα Plut. — возглас, призывающий к вниманию
См. также в других словарях:
νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… … Dictionary of Greek
νοστώ — (I) νοστῶ, έω (Α) [νόστος] 1. (συν. στον Ομ.) επιστρέφω στο σπίτι μου ή στην πατρίδα μου (α. «οἴκαδε νοστήσας», Ομ. Ιλ. β. «οὐκ ἄρ ἔμελλον ἐγώ γε νοστήσας οἰκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῑαν εὐφρανέειν ἄλοχόν τε φίλην», Ομ. Ιλ.) 2. επανέρχομαι στα… … Dictionary of Greek
πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… … Dictionary of Greek
συναναδίδωμι — Α 1. επιστρέφω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. διανέμω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναδίδωμι «δίνω πίσω, διανέμω, διαμοιράζω»] … Dictionary of Greek
συνεπανήκω — Α επανέρχομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπανήκω «επιστρέφω»] … Dictionary of Greek
συνυποστρέφω — Α επιστρέφω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποστρέφω «στρέφω προς τα πίσω»] … Dictionary of Greek