Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-επικουφίζω

См. также в других словарях:

  • επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …   Dictionary of Greek

  • συνεπικουφίζω — Α 1. ελαφρύνω από κοινού ή ταυτόχρονα κάτι 2. συντελώ στην ανακούφιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικουφίζω «ελαφρύνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»