-
1 συνεπιβαλλω
1) совпадать, приходиться или относиться(ὅσα συνεπιβάλλει τοῖς ὑφ΄ ἡμῶν γραφομένοις καιροῖς Polyb.)
2) одновременно рассматривать, исследовать Arst., Polyb., Sext. -
2 χείρ
(-ός) η1) рука; 2) ручка, рукоятка;§ δευτέρα χείρ — а) вторые руки; — б) автор;
νίπτω τάς χείρας умывать руки;έργον των χείρων μου — дело моих рук;
έχω ανά χείρας иметь под рукой;έχω εις χείρας иметь в руках (что-л.), обладать (чём-л.);άρχομαι χείρων αδίκων — первому затевать (ссору и т. п.);
ζητώ την χείρα просить чьей-л. руки;επιβάλλω χείρα наложить руку (лапу) (на что-л.); χρήματα επί χείρας наличные деньги; ήλθον εις χείρας они подрались;από χείρός εις χείρα — с рук на руки;
χείρ χείρα νίπτει — погов, рука руку моет;
συν Αθηνά και χείρα κίνει погов. на бога надейся, а сам не плошай
См. также в других словарях:
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
επιτέλλω — (I) ἐπιτέλλω (Α) 1. διατάσσω, δίνω εντολή, παραγγέλλω (α. «ἐπὴν ἐὺ τοῑς ἐπιτείλω», Ομ. Ιλ. β. «ἡνιόχῳ μὲν ἔπειτα ἑῷ ἐπέτελλεν ἔκαστος ἵππους εὖ κατὰ κόσμον ἐρυκέμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. επιβάλλω κάτι, καθορίζω με διαταγή («καὶ ἐμοὶ… … Dictionary of Greek
συγκολάζω — ΜΑ επιβάλλω τιμωρία σε κάποιον μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους αρχ. τιμωρώ επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολάζω «τιμωρώ»] … Dictionary of Greek
συντιμωρώ — έω, Α 1. σπεύδω μαζί με άλλους για βοήθεια 2. συνωμοτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τιμωρῶ «βοηθώ, επιβάλλω τιμωρία, εκδικούμαι»] … Dictionary of Greek