-
1 ξυνεπευχομαι
2) одновременно приносить обет(ποιεῖν τι Xen.)
-
2 συνεπευχομαι
2) одновременно приносить обет(ποιεῖν τι Xen.)
См. также в других словарях:
συνεπεύχομαι — ΜΑ 1. προσεύχομαι από κοινού με κάποιον 2. προσεύχομαι επί πλέον («καθάπερ oἱ θεῷ θύοντες ἅμα συμβώμοις και συννάοις κοινῶς συνεπεύχονται», Πλούτ.) αρχ. 1. ισχυρίζομαι καυ χωμένος επί πλέον («πολλάκις αὐταῑν ἐκ τῶν ὡρῶν ἐς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος … Dictionary of Greek