-
1 συνεπεισπιπτω
См. также в других словарях:
συνεπεισπίπτω — Α εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»] … Dictionary of Greek
1 συνεπεισπιπτω
συνεπεισπίπτω — Α εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»] … Dictionary of Greek