-
1 συν-εξ-ορθιάζω
συν-εξ-ορθιάζω, mit, zugleich emporrichten, aufregen, φόβῳ, Plut. de esu carn. 2, 5.
-
2 συν-ορθιάζω
συν-ορθιάζω, mit aufrichten, Sp., wie Philo.
-
3 συνεξορθιάζω
συν-εξ-ορθιάζω, mit, zugleich emporrichten, aufregen -
4 συνορθιάζω
См. также в других словарях:
συνορθιάζω — Α σηκώνομαι συγχρόνως όρθιος («ἵν εἴ τις ἀποπίπτῃ μὲν κακῶν, ἐγείρηται δὴ ἀγαθοῑς ἐπερειδόμενος καὶ συνορθιάζῃ», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθιάζω «σηκώνω, ορθώνω» (< ὄρθιος)] … Dictionary of Greek