-
1 συν-εξ-ολισθαίνω
συν-εξ-ολισθαίνω (s. ὀλισϑαίνω), mit herausgleiten, Maneth. 5, 27.
-
2 συν-ολισθαίνω
συν-ολισθαίνω (s. ὀλισϑαίνω), mit, zugleich, zusammen gleiten, fallen; Strab.; Plut. Pericl. 6.
-
3 συνεξολισθαίνω
-
4 συνολισθαίνω
συν-ολισθαίνω, mit, zugleich, zusammen gleiten, fallen
См. также в других словарях:
συμπαρολισθαίνω — Α ολισθαίνω συγχρόνως («τῶν ὑγρῶν καὶ τῶν τοῑς ὑγροῑς συμπαρολισθαινόντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρολισθαίνω «γλιστρώ πλαγίως, κρυφά»] … Dictionary of Greek
συνολισθάνω — και συνολισθαίνω Α 1. γλιστρώ και πέφτω μαζί 2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.) 3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν *… … Dictionary of Greek