Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συν-εξ-ολισθαίνω

См. также в других словарях:

  • συμπαρολισθαίνω — Α ολισθαίνω συγχρόνως («τῶν ὑγρῶν καὶ τῶν τοῑς ὑγροῑς συμπαρολισθαινόντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρολισθαίνω «γλιστρώ πλαγίως, κρυφά»] …   Dictionary of Greek

  • συνολισθάνω — και συνολισθαίνω Α 1. γλιστρώ και πέφτω μαζί 2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.) 3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν *… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»