-
1 συν-εξ-ανᾱλίσκω
συν-εξ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), mit, zugleich verzehren, aufwenden, D. Hal.
-
2 συν-ανᾱλίσκω
συν-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), mit oder zugleich aufwenden; Xen. Mem. 2, 4, 6; συνανάλωσε Dem. 1, 11.
-
3 συνεξανᾱλίσκω
συν-εξ-ανᾱλίσκω, mit, zugleich verzehren, aufwenden -
4 συνανᾱλίσκω
См. также в других словарях:
συναναλίσκω — Α 1. καταναλώνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 2. ξοδεύω χρήματα για να βοηθήσω κάποιον 3. μτφ. (σχετικά με ιδιότητά μου) χάνω («συνήλωσαν καὶ τὸ μεμνήσθαι τὴν χάριν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναλίσκω «ξοδεύω, καταναλώνω»] … Dictionary of Greek