-
1 συνεξελαυνω
См. также в других словарях:
συνεξελαύνω — ΜΑ εκδιώκω από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελαύνω «διώχνω βίαια»] … Dictionary of Greek
1 συνεξελαυνω
συνεξελαύνω — ΜΑ εκδιώκω από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελαύνω «διώχνω βίαια»] … Dictionary of Greek