-
1 συν-εκ-βιβάζω
συν-εκ-βιβάζω, mit oder zugleich herausbringen, -führen, τὰς ἁμάξας ἐκ πηλοῦ Xen. An. 1, 5, 7.
-
2 συν-δια-βιβάζω
συν-δια-βιβάζω, mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.
-
3 συνδιαβιβάζω
συν-δια-βιβάζω, mit oder zugleich durch- od. überführen -
4 συνεκβιβάζω
συν-εκ-βιβάζω, mit oder zugleich herausbringen, -führen
См. также в других словарях:
συμβιβάζω — ΝΜΑ συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω (α. «έκαναν πολλές προσπάθειες ώσπου να τους συμβιβάσουν» β. «οἱ δὲ συμβιβάσαντες αὐτοὺς ἦσαν οἵδε», Ηρόδ.) νεοελλ. μέσ. συμβιβάζομαι 1. συγκατατίθεμαι, υποχωρώ (α. «για να αποφύγει μεγαλύτερους κινδύνους,… … Dictionary of Greek