-
1 συνεκτασσω
См. также в других словарях:
συνεκτάσσω — και αττ. τ. συνεκτάττω Α παρατάσσω κάποιον στην ίδια γραμμή με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκτάσσω «παρατάσσω τον στρατό για μάχη»] … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek