-
1 συνεκπληροω
1) восполнять(τινι τὸ ἐλλιπές τινος Polyb.)
2) содействовать выполнению, помогать завершить(τὰς ἐπιβολὰς τῇ διανοίᾳ Polyb.)
3) исполнять(τὰς ὁρμάς τινος Polyb.)
См. также в других словарях:
συνεκπεπληρωκότα — σύν ἐκπληρόω fill up perf part act neut nom/voc/acc pl σύν ἐκπληρόω fill up perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)