-
1 συνεκκλησιαζω
См. также в других словарях:
συνεκκλησιάζω — ΜΑ μσν. εκκλησιάζω συγχρόνως αρχ. συμμετέχω σε συνέλευση τής εκκλησίας τού δήμου («τῷ συνεκκλησιάζειν καὶ δικάζειν μόνον μετεῑχον τῆς πολιτείας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλησιάζω «μετέχω στη συνέλευση, στην εκκλησία τού δήμου,… … Dictionary of Greek