-
1 συνεισβαινω
вместе входить (на корабль), вместе садиться(πλοῖόν τινι Aesch.; ταὐτὸν σκάφος Eur.)
См. также в других словарях:
συνεισβαίνω — Α επιβιβάζομαι σε πλοίο μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσβαίνω «εισέρχομαι, επιβιβάζομαι»] … Dictionary of Greek