-
1 συν-εις-έρχομαι
συν-εις-έρχομαι (s. ἔρχομαι), mit, zusammen hineingehen; ϑέλω κἀγώ σοι συνειςελϑεῖν δόμους, Eur. Hel. 334; εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 4, 57; Xen. An. 4, 5, 10; Andoc. 4, 17; Sp., wie Luc. Nigr. 16.
-
2 συν-έρχομαι
συν-έρχομαι (s. ἔρχομαι), mit, zugleich, zusammen kommen, gehen; Hom. nur in tmesi, σύν τε δύ' ἐρχομένω, Il. 10, 224; zusammenkommen mit Einem, εἰ μὴ σοὶ ξυνῆλϑε, Soph. O. R. 572; ἐπεὶ τὸ σὸν λέχος ξυνῆλϑον, Ai. 486; εἰς ἓν ξυνελϑόντα, Eur. Troad. 1155; συνελϑεῖν ἀλλήλοις εἰς λόγο υς, Ar. Equ. 1297; u. in Prosa, Her. 7, 97, wie Pol. 1, 78, 4; auch im Treffen an einander gerathen, μάχη ὑπ ὸ ἀξιολογωτάτων πόλεων ξυνελϑοῠσα, Thuc. 5, 74; ὅςτις βουλευσόμενος εἰς βουλὴν συνέρχεται, Plat. Legg. II, 674 b; συνερχόμεϑα εἰς ταὐτό, Rep. I, 329 a; ξυνελϑόντες σοφιστικῶς εἰς μάχην τοιαύτην, Theaet. 154 d, u. öfter, wie Xen. u. Folgde; von der Liebe, Xen. Mem. 2, 2, 4; vgl. Plut. Thes. 3 Ant. 53. – Uebh. zusammentreffen, zu gleicher Zeit geschehen, Her. 6, 77.
-
3 συνειςέρχομαι
συν-εις-έρχομαι, mit, zusammen hineingehen
См. также в других словарях:
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
συνελαύνω — ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α [ἐλαύνω] παρορμώ, παρακινώ αρχ. 1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.) 2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί 3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ ἤλασ ὀδόντας», Ομ.… … Dictionary of Greek
ηλύσιος — α, ο (AM ἠλύσιος, ία, ον) (συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων νεοελλ. 1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός 2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια ο παράδεισος αρχ. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek