-
1 συνεγκλινω
См. также в других словарях:
συνεγκλίνουσιν — συνεγκλί̱νουσιν , σύν ἐγκλίνω bend in aor subj act 3rd pl (epic) συνεγκλί̱νουσιν , σύν ἐγκλίνω bend in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεγκλί̱νουσιν , σύν ἐγκλίνω bend in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγκλινόμενον — συνεγκλῑνόμενον , σύν ἐγκλίνω bend in pres part mp masc acc sg συνεγκλῑνόμενον , σύν ἐγκλίνω bend in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγκλίνω — Α 1. γράφω ως εγκλιτικό 2. μέσ. συνεγκλίνομαι κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκλίνω / ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»] … Dictionary of Greek
συνεγκλινομένου — συνεγκλῑνομένου , σύν ἐγκλίνω bend in pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεγκλίνειν — συνεγκλί̱νειν , σύν ἐγκλίνω bend in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)