Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-εγκλίνω

См. также в других словарях:

  • συνεγκλίνουσιν — συνεγκλί̱νουσιν , σύν ἐγκλίνω bend in aor subj act 3rd pl (epic) συνεγκλί̱νουσιν , σύν ἐγκλίνω bend in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεγκλί̱νουσιν , σύν ἐγκλίνω bend in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεγκλινόμενον — συνεγκλῑνόμενον , σύν ἐγκλίνω bend in pres part mp masc acc sg συνεγκλῑνόμενον , σύν ἐγκλίνω bend in pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεγκλίνω — Α 1. γράφω ως εγκλιτικό 2. μέσ. συνεγκλίνομαι κλίνω ή κάμπτομαι προς μια κατεύθυνση μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκλίνω / ομαι «αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη, κλίνω, κάμπτω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεγκλινομένου — συνεγκλῑνομένου , σύν ἐγκλίνω bend in pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεγκλίνειν — συνεγκλί̱νειν , σύν ἐγκλίνω bend in pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»