Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-δῐκάζω

См. также в других словарях:

  • ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …   Dictionary of Greek

  • συνθεμιστεύω — Μ λέω και εγώ επίσης το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεμιστεύω «δικάζω, κρίνω» (< θέμις[Ι] «δικαιοσύνη»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»