-
1 συνδικαζω
вместе (сообща) судить Plut.
См. также в других словарях:
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
συνθεμιστεύω — Μ λέω και εγώ επίσης το δίκαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεμιστεύω «δικάζω, κρίνω» (< θέμις[Ι] «δικαιοσύνη»)] … Dictionary of Greek