-
1 συν-δια-σώζω
συν-δια-σώζω (s. σώζω), mit od. zugleich retten, erhalten; Thuc. 4, 62. 6, 89 u. öfter; καὶ τὰ ὅπλα καὶ αὐτὸν ἐμέ, Plat. Conv. 220 e; Isocr. 19, 20; συνδιασῶσαί μοι τὴν οὐσίαν, Dem. 28, 15.
-
2 συνδιασώζω
συν-δια-σώζω, mit od. zugleich retten, erhalten