Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συν-δια-βαπτίζομαι

См. также в других словарях:

  • συνδιαβαπτίζω — Α 1. διαβρέχω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συνδιαβαπτίζομαι α) βαπτίζομαι σε υγρό μαζί με άλλον β) μτφ. βουτώ στην κακία ή στην αμαρτία («καὶ τοὺς μὴ συνδιαβαπτιζομένους ἔτι ταῑς ἀνθρωπίναις ἀπάταις», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»