-
1 συνδιαστρεφω
вместе поворачиватьσυνδιαστρέφεσθαί τινι Plut. — поворачиваться одновременно с чем-л.;
συνδιαστρέφεσθαί τινι πρὸς τὸ χεῖρον Plut. — вместе с чем-л. подвергаться порче
См. также в других словарях:
παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… … Dictionary of Greek