-
1 συνδιαμενω
См. также в других словарях:
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
συγκαταμένω — Α περιμένω και εγώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμένω «παραμένω, διαμένω»] … Dictionary of Greek
συνενδιάω — Α διαμένω σε έναν τόπο μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνδιάω «συχνάζω σε υπαίθριο χώρο»] … Dictionary of Greek