Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-διαμένω

См. также в других словарях:

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • συγκαταμένω — Α περιμένω και εγώ μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταμένω «παραμένω, διαμένω»] …   Dictionary of Greek

  • συνενδιάω — Α διαμένω σε έναν τόπο μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνδιάω «συχνάζω σε υπαίθριο χώρο»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»