-
1 ξυνδιαβαλλω
1) вместе переправляться, переезжать(τὸν κόλπον Thuc.)
2) одновременно клеветать, вместе обвинять Lys., Dem. -
2 συνδιαβαλλω
1) вместе переправляться, переезжать(τὸν κόλπον Thuc.)
2) одновременно клеветать, вместе обвинять Lys., Dem.
См. также в других словарях:
συνδιαβάλλω — ΜΑ διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον αρχ. (σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
συνεπισυκοφαντώ — έω, Α συκοφαντώ κάποιον σε συνεργασία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισυκοφαντῶ «διαβάλλω επί πλέον»] … Dictionary of Greek