Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συν-διαβάλλω

См. также в других словарях:

  • συνδιαβάλλω — ΜΑ διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον αρχ. (σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συνεπισυκοφαντώ — έω, Α συκοφαντώ κάποιον σε συνεργασία με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπισυκοφαντῶ «διαβάλλω επί πλέον»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»