-
1 συνδαινυμι
совместно отмечать пиромσ. τοὺς γάμους Eur. — вместе справлять бракосочетание
См. также в других словарях:
συνδαίνυμι — Α 1. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. μέσ. συνδαίνυμαι Ν γιορτάζω ή και ξεφαντώνω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαίνυμι «προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο»] … Dictionary of Greek