Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

συν-αρμόζω

См. также в других словарях:

  • ευσυνάρμοστος — εὐσυνάρμοστος, ον (A) αυτός που συναρμόζεται εύκολα, που ταιριάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αρμόζω] …   Dictionary of Greek

  • συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • συνεξήρμοσται — σύν , ἐκ ἁρμόζω fit together perf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπρέπω — ΜΑ ταιριάζω, αρμόζω, συμφωνώ (α. «βοὰ δὲ νικηφὀρῳ σὺν Ἀριστοκλείδα πρέπει», Πίνδ. β. «τὴν περιτομὴν τῷ νόμῳ συμπρέπουσαν ἐπέδειξε», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πρέπω «αρμόζω, ταιριάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»