Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

συν-αράσσω

См. также в других словарях:

  • συναράσσω — και αττ. τ. συναράττω Α 1. συγκρούω, συντρίβω 2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.) 3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.) 4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις»… …   Dictionary of Greek

  • συνδιερράγη — σύν , διά , ἐν ἀράσσω smite aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) σύν , διά , ἐν ῥάσσω strike aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) σύν , διά , ἐν ῥήγνυμι break asunder aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) συνδιερρά̱γη , σύν , διά , ἐν ῥήγνυμι break… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκατερράχθαι — σύν , κατά ἀράσσω smite perf inf mp σύν , κατά ῥάσσω strike perf inf mp σύν , κατά ῥάζω snarl perf inf mp σύν , κατά ῥαίνω sprinkle perf inf mp (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαράσσω — ἐπαράσσω και ιων. τ. ἐπαράττω (Α) 1. κρούω, χτυπώ («ἀμφοῑν τοῑν χεροῑν τὴν θύραν πάνυ προθύμως ὡς οἷός τ ἦν ἐπήραξε», Πλάτ.) 2. επιπίπτω, ενσκήπτω ορμητικά («ἕως ἄνεμος ἐπαράσσει πολύς, κῡμα ἐλαύνων», Συν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αράσσω «κτυπώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»