-
1 συναποδυομαι
досл. (о борцах перед состязанием) снимать с себя одежду, т.е. готовиться к состязанию, перен. целиком отдаваться, посвящать себя(τινι и πρός τι Plut.)
См. также в других словарях:
συναποδύομαι — ΜΑ αποβάλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. μτφ. χάνω κάτι μαζί με κάτι άλλο («συναποδυσάμενος τὴν ἡδονήν τε καὶ τὴν λύπην μετὰ τοῡ σώματος», Γρηγ. Νύσσ.) 2. φρ. «συναποδύεσθαί τινι εἰς ἀγῶνα» κατέρχομαι σε αγώνα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * … Dictionary of Greek