-
1 συν-ανα-σώζω
συν-ανα-σώζω, mit oder zugleich retten, herstellen, τινί τι; Pol. 3, 77, 6. 4, 25, 6; Plut. de S. N.
-
2 συνανασώζω
συν-ανα-σώζω, mit oder zugleich retten, herstellen
См. также в других словарях:
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek