-
1 συν-ανάσσω
συν-ανάσσω, mit beherrschen, Inscr.
-
2 συνανάσσω
-
3 συνανασσω
См. также в других словарях:
συνανάσσω — ΜΑ συμβασιλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνάσσω «βασιλεύω, κυβερνώ»] … Dictionary of Greek
1 συν-ανάσσω
συν-ανάσσω, mit beherrschen, Inscr.
2 συνανάσσω
3 συνανασσω
συνανάσσω — ΜΑ συμβασιλεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνάσσω «βασιλεύω, κυβερνώ»] … Dictionary of Greek