-
1 συν-αμαθύνω
συν-αμαθύνω, mit, zugleich, ganz verwüsten, vernichten, Ap. Rh. 3, 294.
-
2 συναμαθύνω
συν-αμαθύνω, mit, zugleich, ganz verwüsten, vernichten
См. также в других словарях:
συναμαθύνω — Α κάνω στάχτη, καταστρέφω κάτι μαζί με άλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμαθύνω «μεταβάλλω σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek