Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συν-αλθαίνω

См. также в других словарях:

  • συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …   Dictionary of Greek

  • συναλθάσσομαι — Α συνάλθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἀλθάσσομαι, άλλος τ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»