-
1 συν-αλθαίνω
συν-αλθαίνω, = Folgdm?
-
2 ἀλθαίνω
A heal, Lyc.582, Timae.15: [tense] fut. : [tense] aor. ἤλθησα ib. 496, Al. 112: [tense] aor. 2 inf.ἀλθεῖν· ὑγιάζειν Hp.
ap. Gal.19.76: —[voice] Pass., become whole and sound, [tense] pres.,ἐπὴν τὸ ἕλκος ἀλθαίνηται Hp. Morb.2.33
: [dialect] Ep. [tense] impf. or [tense] aor.ἄλθετο χείρ Il.5.417
;ἀλθομένη Q.S.9.475
(nisi leg. ἀλδομένη): [tense] fut. ἀλθήσομαι ([etym.] ἀπ-) Il.8.405: [tense] aor. ἀλθεσθῆναι ([etym.] συν-) Hp.Art.14:—later [tense] aor. [voice] Med. ἠλθησάμην Poet.de herb. 44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλθαίνω
См. также в других словарях:
συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] … Dictionary of Greek
συναλθάσσομαι — Α συνάλθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἀλθάσσομαι, άλλος τ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] … Dictionary of Greek