-
1 συν-ακμάζω
συν-ακμάζω, zu gleicher Zeit blühen, zugleich in voller Kraft sein, συνακμάζουσαν ὀπώρην, Ep. ad. 60 (XI, 417); u. von Menschen, übertr., zugleich auf dem höchsten Gipfel des Glückes, der Macht, des Ruhmes stehen, συνηκμακυῖα τῷ βίῳ καὶ τῇ τύχῃ τοῦΣκιπίωνος, Pol. 32, 12, 3; συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, mit Eifer bis zu einem Ziele ausharren, 16, 28, 1.
-
2 συνακμάζω
συν-ακμάζω, zu gleicher Zeit blühen, zugleich in voller Kraft sein; u. von Menschen, übertr., zugleich auf dem höchsten Gipfel des Glückes, der Macht, des Ruhmes stehen; συνακμάσαι ταῖς ὁρμαῖς πρός τι, mit Eifer bis zu einem Ziele ausharren
См. также в других словарях:
συνορθώ — και αττ. τ. ξυνορθῶ, όω, Α 1. (συν. σχετικά με κατεστραμμένο κτήριο) ανορθώνω, αναστηλώνω 2. μέσ. συνορθοῦμαι, όομαι ευδοκιμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρθῶ / οῦμαι «ορθώνω, ορθώνομαι, ακμάζω» (< ὀρθός)] … Dictionary of Greek
σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… … Dictionary of Greek