-
1 ξυναγωνιζομαι
1) совместно бороться(Thuc., Arph.; σ. τινι πρός τινα Plat. и ἐπί τινα Dem.)
2) оказывать помощь, помогать, содействоватьσ. τινι δίκην Dem. — защищать кого-л. на суде;
ὅ ξυναγωνιούμενος Thuc. — несущий помощь;τὸ συναγωνιζόμενον Isocr. — благоприятствующее обстоятельство;σ. τινί τι Dem. — помогать кому-л. в чем-л.;συναγωνίσασθαί τινι πρός τι Dem. — помочь кому-л. в достижении чего-л.3) сотрудничать, принимать участие(σ. τινι ἔν τινι NT.)
τὸν χορὸν σ. ὥσπερ - sc. παρὰ - Σοφοκλεῖ Arst. — (я считаю), что хор должен быть тесно связан (с общим действием), как у Софокла -
2 συναγωνιζομαι
1) совместно бороться(Thuc., Arph.; σ. τινι πρός τινα Plat. и ἐπί τινα Dem.)
2) оказывать помощь, помогать, содействоватьσ. τινι δίκην Dem. — защищать кого-л. на суде;
ὅ ξυναγωνιούμενος Thuc. — несущий помощь;τὸ συναγωνιζόμενον Isocr. — благоприятствующее обстоятельство;σ. τινί τι Dem. — помогать кому-л. в чем-л.;συναγωνίσασθαί τινι πρός τι Dem. — помочь кому-л. в достижении чего-л.3) сотрудничать, принимать участие(σ. τινι ἔν τινι NT.)
τὸν χορὸν σ. ὥσπερ - sc. παρὰ - Σοφοκλεῖ Arst. — (я считаю), что хор должен быть тесно связан (с общим действием), как у Софокла
См. также в других словарях:
συνδιαθλεύω — Μ αγωνίζομαι συνεχώς από κοινού με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθλεύω «αγωνίζομαι συνεχώς»] … Dictionary of Greek
κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… … Dictionary of Greek
συναθλεύω — και συναεθλεύω Μ μετέχω από κοινού με άλλον στον ίδιο αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀθλεύω / ἀεθλεύω «αγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek
συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
συνδιαθλώ — έω, Μ συνδιαθλεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθλῶ «αγωνίζομαι μέχρι τέλους»] … Dictionary of Greek
συνεξαμιλλώμαι — άομαι, Α ανταγωνίζομαι κάποιον («θνητὸν ἀθανάτοις... συνεξαμιλλᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαμιλλῶμαι «αγωνίζομαι»] … Dictionary of Greek
ωστίζω — Α [ὠστός] (συν. το μέσ.) ὠστίζομαι α) σπρώχνομαι εδώ κι εκεί β) αγωνίζομαι να καταλάβω κάτι («εἰς τὴν προεδρίαν... ὠστίζεται», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek