-
1 συν-αγωγεύς
συν-αγωγεύς, ὁ, der Zusammenführer, Verbinder; Hippocr.; Plat. Conv. 191 b; πολιτῶν Lys. 12, 43.
-
2 συναγωγεύς
συν-αγωγεύς, ὁ, der Zusammenführer, Verbinder
1 συν-αγωγεύς
συν-αγωγεύς, ὁ, der Zusammenführer, Verbinder; Hippocr.; Plat. Conv. 191 b; πολιτῶν Lys. 12, 43.
2 συναγωγεύς