-
1 συνήορος
συν-ήορος ( ἀείρω): joined with, an accompaniment to, Od. 8.99†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συνήορος
См. также в других словарях:
συνήωρ — ήορος και, κατά το λεξ. Σούδα, συνάωρ, άορος, ἡ, Α η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αωρ, αορος (< ἀείρω [II] «συνδέω, συνάπτω», βλ. και λ. συν ήορος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
κατήορος — κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, ον (Α) αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο τής μητέρας, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άορ ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ τού θ. αερ τού ρ. ἀείρω… … Dictionary of Greek
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek