-
1 συν-έρῑθος
συν-έρῑθος, ὁ, gew. ἡ, Mitarbeiter, Gehülfe, Gehülfinn; Od. 6, 32, wo es fem. ist, wie Ar. Pax 766; überh. wer mit Andern Lohnarbeiten übernimmt, vgl. Jac. A. P. p. 471; ὅσαι ταύταις εἰσὶ συνέριϑοι τέχναι, Plat. Legg. X, 889 d, vgl. Rep. VII, 533 d.
-
2 συνέρῑθος
συν-έρῑθος, ὁ, gew. ἡ, Mitarbeiter, Gehilfe, Gehilfin; überh. wer mit anderen Lohnarbeiten übernimmt
См. также в других словарях:
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
φιλέριθος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά την εριουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔριθος (ἡ) «κλώστρια, υφάντρια» (πρβλ. συν έριθος)] … Dictionary of Greek
συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek