-
1 συν-άρτησις
συν-άρτησις, ἡ, das Mitverknüpfen, der Zusammenhang, καὶ κοινωνία S. Emp. adv. log. 2, 430.
-
2 συνάρτησις
συν-άρτησις, ἡ, das Mitverknüpfen, der Zusammenhang -
3 συναρτησις
- εως ἥ1) соединение, связь(τῶν φλεβῶν καὴ νεύρων Arst.)
μηδεμίαν ἔχειν κοινωνίαν καὴ συνάρτησιν Sext. — не иметь ничего общего и не находиться ни в какой связи2) грам. словосочетание