-
1 συνηρημένα
σύν-ἀράω 2plough: perf part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)συνηρημένᾱ, σύν-ἀράω 2plough: perf part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)συνηρημένᾱ, σύν-ἀράω 2plough: perf part mp fem nom /voc sg (doric ionic aeolic)σύν-ἀρέομαιperf part mp neut nom /voc /acc pl (attic epic doric ionic aeolic)συνηρημένᾱ, σύν-ἀρέομαιperf part mp fem nom /voc /acc dual (attic epic doric ionic aeolic)συνηρημένᾱ, σύν-ἀρέομαιperf part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)σύν-ἐράομαιlove: perf part mp neut nom /voc /acc pl (attic ionic)συνηρημένᾱ, σύν-ἐράομαιlove: perf part mp fem nom /voc /acc dual (attic ionic)συνηρημένᾱ, σύν-ἐράομαιlove: perf part mp fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)σύν-ἐρέομαιask: perf part mp neut nom /voc /acc plσυνηρημένᾱ, σύν-ἐρέομαιask: perf part mp fem nom /voc /acc dualσυνηρημένᾱ, σύν-ἐρέομαιask: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)σύν-ἐρέωlove: perf part mp neut nom /voc /acc plσυνηρημένᾱ, σύν-ἐρέωlove: perf part mp fem nom /voc /acc dualσυνηρημένᾱ, σύν-ἐρέωlove: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)——————συναιρέωgrasp: perf part mp neut nom /voc /acc plσυνῃρημένᾱ, συναιρέωgrasp: perf part mp fem nom /voc /acc dualσυνῃρημένᾱ, συναιρέωgrasp: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 συνῃρημένα
Βλ. λ. συνηρημένα -
3 συνηρημένας
συνῃρημένᾱς, συναιρέωgrasp: perf part mp fem acc plσυνῃρημένᾱς, συναιρέωgrasp: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
4 συνῃρημένας
συνῃρημένᾱς, συναιρέωgrasp: perf part mp fem acc plσυνῃρημένᾱς, συναιρέωgrasp: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
5 συνηρημέναι
συναιρέωgrasp: perf part mp fem nom /voc plσυνῃρημένᾱͅ, συναιρέωgrasp: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
6 συνῃρημέναι
συναιρέωgrasp: perf part mp fem nom /voc plσυνῃρημένᾱͅ, συναιρέωgrasp: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
συνηρημένα — σύν ἀράω 2 plough perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) συνηρημένᾱ , σύν ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) συνηρημένᾱ , σύν ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) σύν ἀρέομαι perf part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνῃρημένα — συναιρέω grasp perf part mp neut nom/voc/acc pl συνῃρημένᾱ , συναιρέω grasp perf part mp fem nom/voc/acc dual συνῃρημένᾱ , συναιρέω grasp perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνῃρημένας — συνῃρημένᾱς , συναιρέω grasp perf part mp fem acc pl συνῃρημένᾱς , συναιρέω grasp perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί … Dictionary of Greek
συννεφώ — (I) έω, Μ συννέφω* [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα σε έω/ῶ]. (II) όω, Μ είμαι σκυθρωπός, είμαι λυπημένος, είμαι στενοχωρημένος («τί τὸ πρόσωπον συννεφοῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε… … Dictionary of Greek
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
-ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… … Dictionary of Greek
αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… … Dictionary of Greek
επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
μεταγλωττώ — μεταγλωττῶ (Μ) 1. μεταγλωττίζω 2. ετυμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω, κατά τα συνηρημένα ρήματα] … Dictionary of Greek