Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συνῃρημένα

  • 1 συνηρημένα

    σύν-ἀράω 2
    plough: perf part mp neut nom /voc /acc pl (ionic)
    συνηρημένᾱ, σύν-ἀράω 2
    plough: perf part mp fem nom /voc /acc dual (ionic)
    συνηρημένᾱ, σύν-ἀράω 2
    plough: perf part mp fem nom /voc sg (doric ionic aeolic)
    σύν-ἀρέομαι
    perf part mp neut nom /voc /acc pl (attic epic doric ionic aeolic)
    συνηρημένᾱ, σύν-ἀρέομαι
    perf part mp fem nom /voc /acc dual (attic epic doric ionic aeolic)
    συνηρημένᾱ, σύν-ἀρέομαι
    perf part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
    σύν-ἐράομαι
    love: perf part mp neut nom /voc /acc pl (attic ionic)
    συνηρημένᾱ, σύν-ἐράομαι
    love: perf part mp fem nom /voc /acc dual (attic ionic)
    συνηρημένᾱ, σύν-ἐράομαι
    love: perf part mp fem nom /voc sg (attic doric ionic aeolic)
    σύν-ἐρέομαι
    ask: perf part mp neut nom /voc /acc pl
    συνηρημένᾱ, σύν-ἐρέομαι
    ask: perf part mp fem nom /voc /acc dual
    συνηρημένᾱ, σύν-ἐρέομαι
    ask: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)
    σύν-ἐρέω
    love: perf part mp neut nom /voc /acc pl
    συνηρημένᾱ, σύν-ἐρέω
    love: perf part mp fem nom /voc /acc dual
    συνηρημένᾱ, σύν-ἐρέω
    love: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)
    ——————
    συναιρέω
    grasp: perf part mp neut nom /voc /acc pl
    συνῃρημένᾱ, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem nom /voc /acc dual
    συνῃρημένᾱ, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > συνηρημένα

  • 2 συνῃρημένα

    Morphologia Graeca > συνῃρημένα

  • 3 συνηρημένας

    συνῃρημένᾱς, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem acc pl
    συνῃρημένᾱς, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > συνηρημένας

  • 4 συνῃρημένας

    συνῃρημένᾱς, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem acc pl
    συνῃρημένᾱς, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem gen sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > συνῃρημένας

  • 5 συνηρημέναι

    συναιρέω
    grasp: perf part mp fem nom /voc pl
    συνῃρημένᾱͅ, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > συνηρημέναι

  • 6 συνῃρημέναι

    συναιρέω
    grasp: perf part mp fem nom /voc pl
    συνῃρημένᾱͅ, συναιρέω
    grasp: perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > συνῃρημέναι

См. также в других словарях:

  • συνηρημένα — σύν ἀράω 2 plough perf part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) συνηρημένᾱ , σύν ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc/acc dual (ionic) συνηρημένᾱ , σύν ἀράω 2 plough perf part mp fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) σύν ἀρέομαι perf part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνῃρημένα — συναιρέω grasp perf part mp neut nom/voc/acc pl συνῃρημένᾱ , συναιρέω grasp perf part mp fem nom/voc/acc dual συνῃρημένᾱ , συναιρέω grasp perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνῃρημένας — συνῃρημένᾱς , συναιρέω grasp perf part mp fem acc pl συνῃρημένᾱς , συναιρέω grasp perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί …   Dictionary of Greek

  • συννεφώ — (I) έω, Μ συννέφω* [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα σε έω/ῶ]. (II) όω, Μ είμαι σκυθρωπός, είμαι λυπημένος, είμαι στενοχωρημένος («τί τὸ πρόσωπον συννεφοῑς», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. του ρ. συννέφω, κατά τα συνηρημένα ρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • -τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… …   Dictionary of Greek

  • -ώνω — ΝΜ 1. κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής τα οποία προέρχονται, συνήθως, από τα συνηρημένα ρήματα τής Αρχαίας σε όω, ῶ, χωρίς μεταβολή τής κύριας σημασίας τους (πρβλ. ελευθερ ώνω < ἐλευθερ όω, ῶ, θεμελι ώνω < θεμελι όω, ῶ, κυρτ ώνω <… …   Dictionary of Greek

  • αναρρούσα — και ανερρούσα, η 1. η αναδρομή του κύματος προς τα πίσω 2. η ορμητική κάθοδος του κύματος μετά το χτύπημα σε ψηλό βράχο 3. η δίνη, η ρουφήχτρα που σχηματίζουν τα κύματα όταν χτυπούν μεταξύ τους ή σε βράχο 4. αυτός που εξαφανίζεται μέσα στη δίνη… …   Dictionary of Greek

  • επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… …   Dictionary of Greek

  • κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι …   Dictionary of Greek

  • μεταγλωττώ — μεταγλωττῶ (Μ) 1. μεταγλωττίζω 2. ετυμολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω, κατά τα συνηρημένα ρήματα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»